Αριθμός 450/2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 2288/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την διαδικασία των πιστωτικών τίτλων με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 10-7-2017, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας από την επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης απόφασης στις 8-6-2017 στους ανακόπτοντες (βλ. τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή στο πρωτοδικείο Αθηνών …… επι του επιδοθέντος αντιγράφου, που προσκομίζεται νόμιμα). Επιπλέον έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ΄άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό ………/2017 e-παράβολο). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). ΙΙ. Με την από 29-3-2012 (αρ. κατάθ. …../2012) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ανακόπτοντες ζητούσαν να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό …./2012 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε σε βάρος τους κατόπιν αίτησης της καθ’ ης η ανακοπή, με βάση την αναφερόμενη σ’ αυτή σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, με την οποία αυτοί υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν εις ολόκληρον, με την ιδιότητα τους ως πιστούχος-πρωτοφειλέτρια η πρώτη εξ αυτών και ως εγγυητής στην ανωτέρω σύμβαση ο δεύτερος ανακόπτων, το ποσό των 4.739.638,68 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας από 06.12.2011, επομένη ημέρα του κλεισίματος των λογαριασμών και μεταφοράς τους σε οριστική καθυστέρηση, μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον ποσού 55.852,21ευρώ για τους τόκους του υπ’ αριθμ. …. λογαριασμού ως υπολογίστηκαν εξωλογιστικά από την 18/07/2011, ημερομηνία παύσης εκτοκισμού έως την 05/12/2011 ημερομηνία κλεισίματος του λογαριασμού, και μέχρι την εξόφληση, πλέον τόκων και εξόδων. Προέβαλαν δε ως λόγους ανακοπής ότι :α) η καθ’ ης προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής καταχρηστικά και φερόμενη ενάντια στην καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, διότι μολονότι με την από 27-6-2011 πρόσθετη πράξη της σύμβασης πίστωσης συμφωνήθηκε η αύξηση αυτής στο συνολικό ποσό των 5.000.000 ευρώ, η καθ’ ης αρνήθηκε να τους καταβάλει το επιπλέον ποσό των 500.000 ευρώ, ενώ ακολούθως προέβη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης και το κλείσιμο του λογαριασμού της, και β) η απαίτηση εκ της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής είναι, για τον ίδιο λόγο, μη εκκαθαρισμένη και εξαρτάται από αντιπαροχή. Η ανακοπή συνεκδικάστηκε πρωτοδίκως με την από 12-3-2015 (αριθμό έκθεση κατάθεσης …./2015) αυτοτελή πρόσθετη υπέρ της καθής η ανακοπή παρέμβαση της νυν εφεσίβλητου τράπεζας, ως ειδικής διαδόχου της τελευταίας στις επίδικες απαιτήσεις, για τις οποίες εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, και επ΄αυτών το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την ως άνω εκκαλουμένη απόφαση του, με την οποία απέρριψε την ανακοπή και επικύρωσε την διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ανακόπτοντες με την έφεση τους και ζητούν, για τους λόγους που εκθέτουν ειδικότερα και αφορούν στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την κακή εκτίμηση των αποδείξεων, την εξαφάνιση της ,ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή τους. ΙΙΙ. Κατά το άρθρ. 623 ΚΠολΔ, μπορεί κατά την ειδική διαδικασία των άρθρ. 624 έως 634 να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις ή απαιτήσεις παροχής χρεογράφων, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, κατά δε το άρθρ. 626§3 ίδιου Κώδικα, στην αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής, που καταθέτει ο δικαιούχος της απαίτησης στη γραμματεία του δικαστηρίου, πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Διαταγή πληρωμής μπορεί συνεπώς να εκδοθεί και για το κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού, εφόσον αποδεικνύονται εγγράφως η σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, η κίνησή του, το κλείσιμο και το κατάλοιπο αυτού (ΑΠ 578/2005, ΑΠ 35/2011). Υπάρχει δε αλληλόχρεος λογαριασμός, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 361, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 669 ΕμπΝ και 64-67 του ν.δ. από 17.7/ 13.8.1923 “περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών”, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρησή τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν πλέον να επιδιωχθούν ή να διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνον το κατάλοιπο που προκύπτει κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 1543/2007). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές ή μόνο από τη μια (ΑΠ 715/2009). Ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείνει περιοδικά κάθε εξάμηνο, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά, όχι όμως και σε διαστήματα μικρότερα του τριμήνου, ενώ οριστικά κλείνει οποτεδήποτε με καταγγελία οποιουδήποτε των μερών, οπότε ο δικαιούχος του καταλοίπου έχει δικαίωμα να το απαιτήσει αμέσως (άρθρ. 112§2 ΕισΝΑΚ σε συνδυασμό και με άρθρ. 47§2 ν.δ. 17.7/13.8. 1923). Συνεπώς εφόσον ο ίδιος ο νόμος επιτρέπει στα μέρη του αλληλόχρεου λογαριασμού να τον καταγγείλουν μονομερώς και να τον κλείσουν οριστικά οποτεδήποτε, δεν είναι άκυρη και η τυχόν όμοια συμφωνία τους, η οποία δεν εμπίπτει έτσι στην ακυρότητα του άρθρ. 372 ΑΚ ως δήθεν συμφωνία ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής στη απόλυτη κρίση του ενός από τους συμβαλλομένους (ΑΠ 1524/1991). Εξ άλλου ναι μεν κατά το άρθρ. 281 ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα κατ` αρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1472/2004). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, μ` αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Ειδικότερα οι Τράπεζες, ως χρηματοδοτικοί οργανισμοί που ασκούν αποφασιστική επίδραση στην ανάπτυξη και στη λειτουργία των χρηματοδοτούμενων απ` αυτές επιχειρήσεων, έχουν αυξημένη ευθύνη κατά την άσκηση του χρηματοδοτικού τους έργου και οφείλουν να μεριμνούν για τα συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν, αφού από τη φύση της η πιστωτική σχέση, ως διαρκής έννομη σχέση ιδιαίτερης εμπιστοσύνης μεταξύ των συμβαλλομένων, επιβάλλει την υποχρέωση πίστης και προστασίας από την πλευρά των τραπεζών των συμφερόντων των πελατών τους, ώστε να αποφεύγονται υπέρμετρα επαχθείς γι` αυτούς συνέπειες. Συνεπώς και για το λόγο αυτό η άσκηση των δικαιωμάτων τους θα πρέπει να κυριαρχείται από τις αρχές της καλόπιστης και σύμφωνης με τα χρηστά συναλλακτικά ήθη εκπλήρωσης των οφειλόμενων παροχών (ΑΚ 178, 200, 288) και να αποφεύγεται αντίστοιχα κάθε κατάχρηση στη συμπεριφορά τους. Έτσι σε περίπτωση δυσχέρειας του πιστούχου της Τράπεζας να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του από την πιστωτική σύμβαση λόγω πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του, που όμως υπερβαίνει τα όρια της αντοχής του, η καλόπιστη από την πλευρά της Τράπεζας συμπεριφορά επιβάλλει σ` αυτή την υποχρέωση να ανεχθεί μια εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής του οφειλέτη, ιδίως όταν η επιδίωξη της άμεσης εκπλήρωσης της παροχής του πρόκειται να οδηγήσει σε πλήρη οικονομική καταστροφή του, χωρίς ουσιαστικό κέρδος για την ίδια. Κατά την έννοια αυτή η Τράπεζα θα πρέπει, σε περίπτωση πρόσκαιρης οικονομικής αδυναμίας του πελάτη της, να αποφύγει την εσπευσμένη καταγγελία της μεταξύ τους πιστωτικής σύμβασης και το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού τους, προπάντων όταν οι απαιτήσεις της είναι ασφαλισμένες με εμπράγματες ή προσωπικές ασφάλειες, ο δε πελάτης της βρίσκεται σε άμεση οικονομική εξάρτηση απ` αυτή και δεν οφείλει σε τρίτους, αφού τότε οι παραπάνω ενέργειές της προσλαμβάνουν καταχρηστικό χαρακτήρα (ΑΠ 1352/2011, ΜΕφΑθ 130/2018, ΜΕφΑθ 327/2018, όλες δημ. Στη ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
ΙV. Από την επανεκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρα της καθ’ ης η ανακοπή και της ανωμοτί εξέτασης του δεύτερου ανακόπτοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του, καθώς και από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αριθμόν ………. σύμβασης πίστωσης δι’ ανοιχτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού που καταρτίσθηκε στις 18-10-2006 στο Μοσχάτο μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή, ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, ως πιστώτριας, και της πρώτης ανακόπτουσας, ως πιστούχου, νομίμως εκπροσωπούμενη από τον δεύτερο ανακόπτοντα, χορηγήθηκε στην ως άνω εταιρεία πίστωση με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 3.500.000 ευρώ υπό τους όρους και τις συμφωνίες, που περιέχονται στην ως άνω σύμβαση πιστώσεως, την τήρηση των οποίων εκ μέρους της πιστούχου εγγυήθηκε προς την πιστοδότρια τράπεζα ο δεύτερος των ανακοπτόντων, ως εις ολόκληρον συνοφειλέτης με την πρωτοφειλέτρια. Ακολούθως υπεγράφησαν μεταξύ των ως άνω διαδίκων (δηλαδή και του δεύτερου ανακόπτοντος ως εγγυητή) :α) η υπ’ αριθμόν ………/06-05-2008 πρόσθετη πράξη στην ανωτέρω βασική σύμβαση, με την οποία το ποσό της πιστώσεως αυξήθηκε κατά 1.000.000 ευρώ, με συνέπεια το συνολικό ποσό της εφεξής να ανέρχεται σε 4.500.000 ευρώ, β) η υπ’ αριθμόν ΑΛ ……../13-05-2008 πρόσθετη πράξη στην ανωτέρω βασική σύμβαση, με την οποία μεταβλήθηκε η προσαύξηση του επιτοκίου για τις χορηγήσεις σε ευρώ από 1,80% σε 1,50% σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται σε αυτήν, γ) η από 20/10/2008 «επιστολή μεταβολής προσαύξησης επιτοκίου», με την οποία συμφώνησαν οι ανακόπτοντες στην τροποποίηση της προσαύξησης του επιτοκίου EURIBOR από την υφιστάμενη 1,50% σε 2,30%, καθώς και δ) η υπ’ αριθμόν ΑΛ ……../30-01-2009 πρόσθετη πράξη στην ανωτέρω βασική σύμβαση, με την οποία συμφωνήθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η πιστούχος δύναται να αναλαμβάνει ποσά σε ευρώ καταβάλλοντας τόκο υπολογιζόμενο τοκαριθμικά στο εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου και στον αριθμό των ημερών που έχουν παρέλθει, με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, που αποτελείται από το προνομιακό επιτόκιο επιχειρηματικών χορηγήσεων της αντίστοιχης κατηγορίας δανείων/πιστώσεων, το οποίο ανερχόταν κατά την ημερομηνία υπογραφής της στο ποσό των 7,25%, πλέον των φόρων και των επιβαρύνσεων που επιβάλλονται από τις ισχύουσες διατάξεις και νόμους. Στη συνέχεια, η πρώτη των ανακοπτόντων με την από 10.08.2009 υποσχετική επιστολή, αναφερόμενη στην από 18.10.2006 σύμβαση πιστώσεως δι’ ανοικτού (αλληλόχρεου) λογαριασμού με αριθμό ……, δήλωσε στην καθ’ ης ότι αναλαμβάνει ανέκκλητα την υποχρέωση να εξοφλήσει το ποσό των 2.000.000 ευρώ ως εξής: α) τόκους ανά ημερολογιακό τρίμηνο (31/03, 30/06, 30/9, 31/12) ή/και ανά εκτοκιστική περίοδο, β) κεφάλαιο: ποσό 1.000.000,00 ευρώ έως την 31/07/2010 και ποσό 1.000.000,00 ευρώ έως την 31/07/2011, πλέον εισφοράς του Ν. 128 και έξοδα 1.750,00 ευρώ. Περαιτέρω δυνάμει της υπ’ αριθμόν ………/02-09-2009 πρόσθετης πράξης στην ανωτέρω βασική σύμβαση, που αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι αυτής και η οποία συνήφθη εγγράφως στο Μοσχάτο Αττικής, μεταξύ της καθ’ ης και της πιστούχου, την οποία εγγυήθηκε ο δεύτερος των ανακοπτόντων ως εγγυητής υπέρ της πρώτης των καθ’ ων, μεταβλήθηκε η προσαύξηση του επιτοκίου EURIBOR για τις χορηγήσεις σε ευρώ από 2,30% σε 3,75% σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται σε αυτήν. Ακολούθως δυνάμει της υπ’ αριθμόν ………/07-10-2009 πρόσθετης πράξης στην ανωτέρω βασική σύμβαση, η οποία συνήφθη εγγράφως στο Μοσχάτο Αττικής, μεταξύ των ανωτέρω προσώπων, την οποία, ομοίως, εγγυήθηκε ο δεύτερος των ανακοπτόντων ως εγγυητής υπέρ της πρώτης των καθ’ ων, μεταβλήθηκε η προσαύξηση επιτοκίου EURIBOR για τις χορηγήσεις σε ευρώ από 3,75% σε 3,25% σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται σε αυτήν. Επίσης, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ……../02-06-2010 πρόσθετης πράξης στην ανωτέρω βασική σύμβαση, συμφωνήθηκε μεταξύ άλλων ότι η πιστούχος δύναται να αναλαμβάνει ποσά σε ευρώ καταβάλλοντας τόκο υπολογιζόμενο τοκαριθμικά στο εκάστοτε υπόλοιπο του κεφαλαίου και στον αριθμό των ημερών που έχουν παρέλθει, με ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο, που αποτελείται από το προνομιακό επιτόκιο επιχειρηματικών χορηγήσεων της αντίστοιχης κατηγορίας δανείων/ πιστώσεων της καθ’ ης (όπως αυτό εμφανίζεται στο σχετικό τιμολόγιο εργασιών που αναρτάται στα καταστήματα της καθ’ ης), το οποίο ανερχόταν κατά την ημερομηνία υπογραφής της σε 7,25% μειωμένο σε κάθε περίπτωση κατά 1,00% εκατοστιαία μονάδα πλέον των φόρων και των επιβαρύνσεων, που επιβάλλονται από τις ισχύουσες διατάξεις και νόμους, σύμφωνα με τους όρους που αναφέρονται σε αυτήν. Τέλος, δυνάμει της υπ’ αριθμόν ………../27-06-2011 πρόσθετης πράξης στην ανωτέρω βασική σύμβαση, μεταξύ της καθ’ ης και της πρώτης ανακόπτουσας, την οποία εγγυήθηκε ο δεύτερος των ανακοπτόντων ως εγγυητής υπέρ της πρώτης των καθ’ ων, αυξήθηκε το ποσό της πίστωσης κατά το ποσό των 500.000 ευρώ και πλέον το συνολικό ποσό αυτής ανήλθε σε 5.000.000 ευρώ, σύμφωνα με τους όρους που περιέχονται στην ανωτέρω σύμβαση. Ακολούθως δε, στις 1-7-2011 και 11-7-2011 ενεγράφησαν με τις με αριθμούς 22865Σ/2011 και 21643Σ/2011 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών προσημειώσεις σε ακίνητα ιδιοκτησίας των ανακοπτόντων, μέχρι του ποσού των 500.000 ευρώ, που, ωστόσο, δεν παρείχαν σημαντική διασφάλιση στη καθής , δεδομένου ότι αναφορικά με την προσημείωση επί ιδιοκτησίας της πρώτης ανακόπτουσας στο γήπεδο Ασπροπύργου Αττικής επρόκειτο για δ’ προσημείωση υποθήκης, καθώς το ακίνητο αυτό ήταν ήδη βεβαρημένο με τρεις προσημειώσεις μεγάλων ποσών υπέρ της καθ’ης και συγκεκριμένα είχαν ήδη εγγραφεί από την καθ’ ης α’ προσημείωση υποθήκης, ποσού 1.300.000 ευρώ την 9-11-2006, β’ προσημείωση υποθήκης, ποσού 1.300.000 ευρώ την 8-2-2007 και γ’ προσημείωση υποθήκης, ποσού 1.600.000 ευρώ την 2-11-2007, ενώ στο έτερο ακίνητο-οικόπεδο μετά της οικοδομής ιδιοκτησίας του δεύτερου ανακόπτοντος, επί της οδού …….. στον Πειραιά, επρόκειτο για β προσημείωση υποθήκης, ενώ ήταν ήδη βεβαρημένο με α’ προσημείωση, ποσού 1.000.000 ευρώ, εγγραφείσας στις 23-12-2009 υπέρ της Τράπεζας ….. Προς εξυπηρέτηση και παρακολούθηση της ως άνω σύμβασης τηρήθηκαν οι υπ’ αριθμ. …… λογαριασμοί, οι οποίοι έκλεισαν και συνενώθηκαν κατά το χρόνο, που αναφέρεται σε αυτούς, στους με αριθμό ……. λογαριασμούς, η δε πρώτη των ανακοπτόντων με την από 31-12-2010 επιστολή της αναγνώρισε το υπόλοιπο του λογαριασμού με αριθμό …., που κατά τη ίδια ημέρα ανερχόταν στο ποσό των 4.571.879,68 ευρώ. Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε, επειδή οι ανακόπτοντες δεν ανταποκρίθηκαν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, η καθ’ ης στις 5-12-2011 προέβη σε καταγγελία της σύμβασης πιστώσεως και κάθε πρόσθετης πράξης αυτής καθώς και στο κλείσιμο των λογαριασμών, που την εξυπηρετούσαν, οι οποίοι την 21-12-2011 παρουσίαζαν συνολικό χρεωστικό κατάλοιπο 4.739.638,68 ευρώ. Παράλληλα, ο υπ’ αριθμ. ….. λογαριασμός μεταφέρθηκε την 18-7-2011 σε καθεστώς παύσης εκτοκισμού λόγω καθυστέρησης εξόφλησης ληξιπρόθεσμων οφειλών, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 88 παρ. 1 του νόμου 3601/2007, και μέχρι και την ημερομηνία μεταφοράς των λογαριασμών σε οριστική καθυστέρηση, ήτοι την 5-12-2011 οι τόκοι υπολογίσθηκαν εξωλογιστικά με οφειλή ανερχόμενη (για τον υπ’ αριθμ. … λογαριασμό) στο ποσό των 55.852,21 ευρώ. Ακολούθως, η καθ’ ης κοινοποίησε στους ανακόπτοντες στις 12-12-2011 και στις 16-12-2011 αντίστοιχα την από 6-12-2011 εξώδικη δήλωση της, με την οποία τους καλούσε να της καταβάλουν τη συνολική οφειλή κατά την ημερομηνία 5-12-2011, ποσού 4.804.770,60 ευρώ, όπως προκύπτει από τις υπ’ αριθ. …./16-12-2011 και …./12-12-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……… Οι ανακόπτοντες δεν ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση της καθ’ης και για το λόγο αυτό η τελευταία με την από 3-2-2012 αίτηση της προς το Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησε και πέτυχε σε βάρος τους την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, με την οποία αυτοί διατάσσονται να της καταβάλλουν, για την ανωτέρω αιτία και με τις ως άνω ιδιότητες τους, το ποσό των 4.739.638,68 ευρώ, πλέον νομίμων τόκων υπερημερίας από 06.12.2011 (επομένη ημέρα του κλεισίματος των λογαριασμών και μεταφοράς τους σε οριστική καθυστέρηση) μέχρι πλήρους και ολοσχερούς εξοφλήσεως, πλέον ποσού 55.852,21ευρώ, για τους τόκους του υπ’ αριθμ. …. λογαριασμού, όπως υπολογίστηκαν εξωλογιστικά από την 18/07/2011 (ημερομηνία παύσης εκτοκισμού έως την 05/12/2011 ημερομηνία κλεισίματος του λογαριασμού) και μέχρι την εξόφληση, καθώς και 120.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Μετά την έκδοση της διαταγής πληρωμής και την άσκηση της κατ’αυτής ανακοπής στις 26-3-2013 έλαβε χώρα ειδική διαδοχή στην επιδικασθείσα απαίτηση από την αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα τράπεζα, η οποία, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. 66/3/26-3-2013 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος και το υπ’ αριθ. 96/26-3-2013 Διάταγμα της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. 4640/26-3-2013 φύλλο της Επίσημης Εφημερίδας της Κυπριακής Δημοκρατίας, σε συνδυασμό με την από 26-3-2013 συναφθείσα μεταξύ της αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσας και της καθ’ ης η ανακοπή, σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης, κατέστη ειδική διάδοχος της καθ’ ης η ανακοπή, στα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού της οποίας περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα δικαιώματα της τελευταίας, που απορρέουν από την ………./18-10-2006 σύμβαση με τους ανακόπτοντες και από τις παρεπόμενες αυτής ενοχικές και εμπράγματες εξασφαλίσεις. H ανακόπτουσα με τον πρώτο λόγο της ανακοπής της ισχυρίζεται, ότι η καθ’ ης, πιστώτρια τράπεζα, προέβη καταχρηστικά στην έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, διότι, μολονότι με την από 27-6-2011 πρόσθετη πράξη της σύμβασης πίστωσης συμφωνήθηκε η αύξηση αυτής στο συνολικό ποσό των 5.000.000 ευρώ, η καθ’ ης αρνήθηκε να τους καταβάλει το επιπλέον ποσό των 500.000 ευρώ, και αντ’αυτού προέβη στην καταγγελία της σύμβασης πίστωσης και το κλείσιμο του λογαριασμού της. Εν τούτοις, όπως αποδείχθηκε η ως άνω υπ’ αριθμόν ………../27-06-2011 πρόσθετη πράξη, με την οποία αυξήθηκε το ποσό της χορηγούμενης πίστωσης κατά το ποσό των πεντακοσίων χιλιάδων 500.000,00 ευρώ, αφορούσε αποκλειστικά στη διασφάλιση των απαιτήσεων της καθ’ ης, που κατά τον χρόνο εκείνο είχαν ήδη υπερβεί το πιστωτικό όριο (βλ. τη κίνηση του υπ’ αριθμ. ….. λογαριασμού, σύμφωνα με την οποία, το υπόλοιπο αυτού στις 26-4-2011 ανερχόταν σε 4.505.387,69 ευρώ), και όχι σε έκτακτη χορήγηση επιπλέον δανείου προς την πιστούχο, για την χρηματοδότηση νέας επιχειρηματικής της δραστηριότητας, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ανακόπτοντες. Τούτο αποδεικνύεται σαφώς από την από 20-6-2011 επιστολή, που συνέταξε ο δεύτερος ανακόπτων, εγγυητής και νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης ανακόπτουσας, και απέστειλε στον Διευθυντή του καταστήματος …… Μοσχάτου της καθής, …….., στην οποία αναφέρεται ότι «μετά από αλλεπάλληλες τηλεφωνικές συνομιλίες μεταξύ μας σχετικώς με την αυξητική σύμβαση που μας προτείνατε την 14η Ιουνίου προς διασφάλιση των απαιτήσεων σας, σας αντιπροτείναμε τα εξής πέραν της ομαλοποίησης των υφισταμένων μας οφειλών, όπως προβείτε και σε έκτακτη χορήγηση ποσού, που δυνάμεθα να συμφωνήσουμε για την υλοποίηση του προγράμματος, που επιθυμούμε να εφαρμόσουμε με την εισδοχή μας στην αγορά παλαιών μετάλλων. Την εφαρμογή του προγράμματος μας αναπτύξαμε και κατά την επίσκεψη σας στα γραφεία της εταιρίας μας την 16η Μαΐου 2011, ημέρα Δευτέρα και ώρα 15.00 παρουσία των κ.κ …. και …. και εσάς προσωπικά συζητώντας εκτενέστερα και για άλλες προτάσεις -λύσεις-απόψεις, όπου σας παραθέσαμε όπως π.χ τη συμμετοχή μας στον πλειστηριασμό από τον ΟΛΠ των 7 πλοίων της ………. Εάν τότε η πρόταση μας είχε εισακουσθεί σήμερα οι οποιεσδήποτε απαιτήσεις σας θα είχαν πορεία ολοκληρωτικής εξόφλησης. Δυστυχώς, όμως, ουδεμία απάντηση λάβαμε θετική ή αρνητική. Η μόνη πρόταση σας είναι όπως προβούμε σε αυξητική σύμβαση προς διασφάλιση των οφειλομένων τόκων και κάποιας ασφάλειας του ακινήτου». Το ως άνω περιεχόμενο της επιστολής των ανακοπτόντων έρχεται σε ευθεία αντίθεση και αναιρεί τα όσα υποστηρίζουν οι τελευταίοι στην ένδικη ανακοπή τους αλλά και τα όσα κατέθεσε ανωμοτί εξεταζόμενος πρωτοδίκως ο δεύτερος ανακόπτων, σύμφωνα με τον οποίο, κατά τη συνάντηση του στις 18-6-2011 με τον ως άνω διευθυντή του υποκαταστήματος της καθ’ής, ……., συμφωνήθηκε προφορικώς αύξηση της πίστωσης κατά το ποσό των 500.000 ευρώ, προκειμένου μέρος αυτής, ποσού 250.000 ευρώ, να παρακρατηθεί προς εξόφληση των (μελλοντικών) τόκων τριμήνων 30-6-2011, 30-9-2011 και 31-12-2011, και το υπόλοιπο ποσό των 250.000 ευρώ να καταβληθεί στην πρώτη ανακόπτουσα για την ανάπτυξη της νέας της δραστηριότητας (σε σκράπ και διαλυτήρια πλοίων). Για τον λόγο δε αυτό εξάλλου, οι ανακόπτοντες δεν αντέδρασαν, όσο ακόμη η σύμβαση πίστωσης ήταν ενεργής, στην μη χορήγηση του επιπλέον ποσού πίστωσης. Εξάλλου, και σε κάθε περίπτωση, κατά την τραπεζική πρακτική το άνοιγμα πίστωσης υπέρ τρίτου ή η αύξηση του ποσού της δεν συνιστά και υποχρέωση της τράπεζας να χορηγήσει αμέσως στον πιστούχο το σύνολο της συμφωνημένης πίστωσης (βλ. ανωτ. ΑΠ 1352/2011 δημοσίευση ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε, με τον όρο 1 της ένδικης υπ’ αριθμόν …….. σύμβασης πίστωσης, ο οποίος ίσχυε σε όλες τις πρόσθετες πράξεις αυτής, η τράπεζα χορηγεί στον πιστούχο πίστωση μέχρι του πιο πάνω ποσού κατά την απόλυτη κρίση της και χωρίς να υποχρεούται προς τούτο. Και αυτό, καθόσον δεν πρόκειται για τοκοχρεωλυτικό δάνειο τακτής λήξης, όπου θα υπήρχε η υποχρέωση της τράπεζας για εκταμίευση αμέσως όλου του ποσού του δανείου. Εν προκειμένω, όμως, η οικονομική κατάσταση της πιστούχου εταιρίας ήταν τέτοια, που καθιστούσε ιδιαιτέρως επισφαλή την καταβολή σε αυτήν του επιπλέον ποσού της πίστωσης. Ειδικότερα, όπως αποδείχθηκε, μετά την κατάρτιση της εν λόγω πρόσθετης πράξης ουδεμία καταβολή έγινε εκ μέρους της (στον με αριθμό … λογαριασμό εμφανίζεται ως πίστωση την 1-7-2011 μεταφορά τόκων, ποσού 73.899,62 ευρώ, που μεταφέρθηκε ως χρέωση την 1-7-2011 στον υπ’ αριθμ. ….. λογαριασμό τόκων), ενώ προηγουμένως αυτή είχε αθετήσει και όσες δεσμεύσεις είχε αναλάβει με έγγραφες επιστολές της για εξόφληση τόκων (βλ. την προαναφερόμενη από 10.08.2009 υποσχετική επιστολή της καθώς και την από 31-12-2010 επιστολή αυτής, με την οποία ζητεί να παραταθεί για 3 μήνες, από τις 31-12-2010 έως τις 31-3-2011, η υποχρέωση της για την καταβολή 300.000 ευρώ, που ομοίως τελικώς δεν κατέβαλαν), ενώ και ο Ορκωτός Ελεγκτής, ………, ήδη από τις 6-6-2011 με σχετική γνωμοδότηση του, αποφαινόταν περί ενδεχόμενης αδυναμίας συνέχισης της δραστηριότητας της. Επιπλέον, αυτή δεν κατέστη δυνατόν να χρηματοδοτηθεί μέσω προεξόφλησης επιταγών, διότι, όπως κατέθεσε και ο μάρτυρας της καθ’ης, οι προσκομισθείσες από αυτήν επιταγές δεν πληρούσαν τα πιστοληπτικά κριτήρια, καθόσον υπήρχαν δυσμενή στοιχεία σε βάρος των εκδοτών τους αλλά και διότι δεν υπήρχε εμπορική συνάφεια μεταξύ αυτών και των οπισθογράφων τους. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η ενέργεια της καθ’ ης να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης και να κλείσει οριστικά τους συνδεδεμένους με αυτήν λογαριασμούς και ακολούθως να καταθέσει αίτηση προς έκδοση διαταγής πληρωμής, εξαιτίας της μη τήρησης από τους ανακόπτοντες των όρων της σύμβασης πίστωσης, και της αδυναμίας τους να καταβάλουν τα ως άνω οφειλόμενα χρηματικά ποσά, μεταξύ των οποίων και τους ληξιπρόθεσμους τόκους για το έτος 2011, δεν κρίνεται καταχρηστική, όπως αβάσιμα διατείνονται οι ανακόπτοντες. Αντιθέτως, όπως αποδείχθηκε, στην προκειμένη περίπτωση η καθ’ης ανέχθηκε εύλογη καθυστέρηση στην εκπλήρωση της παροχής των ανακοπτόντων οφειλετών της, και μόνον όταν η οικονομική αδυναμία αυτών ήταν καταφανές ότι δεν ήταν πρόσκαιρη επιδίωξε την εκπλήρωση της παροχής της. Επιδιώκοντας, επομένως, την είσπραξη της απαίτησης της, όπως δικαιούται με βάση την μεταξύ των διαδίκων σύμβαση πίστωσης, αυτή ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντος της, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας αυτή ελεύθερα αποφασίζει. Επιπροσθέτως πρέπει να σημειωθεί, ότι οι ανακόπτοντες ουδέν στοιχείο προσκόμισαν αναφορικά με την εκ μέρους τους αγορά μηχανημάτων για την νέα εμπορική δραστηριότητα τους (σκραπ), από το οποίο να προκύπτει η επικαλούμενη εκ μέρους τους οικονομική καταστροφή τους, λόγω της ματαίωσης των επιχειρηματικών τους σχεδίων. Επομένως, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεχόμενο τα ίδια πραγματικά περιστατικά ορθώς απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής, και ο πρώτος λόγος της εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
V. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης τους οι ανακόπτοντες παραπονούνται, επειδή ο Δικαστής, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής δεν προέβη αυτεπαγγέλτως σε έλεγχο των καταχρηστικών όρων της σύμβασης πίστωσης, τους οποίους αναφέρουν ειδικότερα, ενώ στην αυτή παράλειψη προέβη και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Ο ισχυρισμός αυτός συνιστά νέο λόγο ανακοπής και είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, καθόσον από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 585 παρ.2, 632 παρ.1 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι εξεταστέος ως λόγος ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι μόνο εκείνος που διαλαμβάνεται στο δικόγραφο της ανακοπής ή στο πρόσθετο δικόγραφο που ασκήθηκε όπως ορίζει το άρθ. 582 παρ.2 ΚΠολΔ. Κάθε άλλος λόγος ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής, που υποβάλλεται με τις προτάσεις του ανακόπτοντος ή με την έφεση, όπως στην προκειμένη περίπτωση, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτός (ΑΠ 659/2005, 660/2005, 50/2004, 1779/2001, εφ πατρ 192/2011, εφ Θεσ 672/2010, Εφ Λαρ 476/2006 , όλες δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ δημ. ΝΟΜΟΣ 4, ΑΠ 1779/2001 ΕλλΔνη 2002. 1377, ΑΠ 701/1988 ΕλλΔνη 30.312, ΑΠ 892/1990 ΕλλΔνη 32.552, ΕφΛαρ 30.312, ΑΠ 892/1990 ΕλλΔνη 32.552, Εφ.Λαρ 476/2006 Δικογρ 2006.541, Εφ.Λαρ. 234/2002, 544/2002 αδημ. Μπέη Πολ.Δικ. άρθρο 632 σελ. 233 – Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 585 αριθ. 6 και άρθρο 632 αριθ. 26Κ 64). Τέλος, επισημαίνεται ότι οι ανακόπτοντες δεν επαναφέρουν με λόγο έφεσης τον απορριφθέντα πρωτοδίκως δεύτερο λόγο της ανακοπής τους. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων (άρθρο 179 ΚΠολΔ), ενώ αναφορικά με το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που οι εκκαλούντες προκατέβαλαν κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
– ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.
-ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 2288/2017 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
-ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο, του με αριθμό ,,,,,,,,, /2017 ηλεκτρονικού παραβόλου.-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 31 Ιουλίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ